- συνησυχάζω
- ΜΑ [ἡσυχάζω]ησυχάζω μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.μσν.εκκλ. μονάζω στο ίδιο ησυχαστήριο με άλλον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνησυχάζων — συνησυχάζω rest together pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνησυχάσειν — συνησυχάζω rest together fut inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)